- περιπόλων
- (-ούντος) ο патрульный, дозорный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
περιπολῶν — περιπολάζω fut part act masc voc sg περιπολάζω fut part act neut nom/voc/acc sg περιπολάζω fut part act masc nom sg (attic epic ionic) περιπολέω go round pres part act masc nom sg (attic epic doric) περιπολέω go round pres part act masc nom sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιπόλων — περίπολος going the rounds masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Divinization (Christian) — In Christian theology, divinization, deification, making divine or theosis is the transforming effect of divine grace.[1] This concept of salvation is historical and fundamental for Christian understanding that is prominent in the Eastern… … Wikipedia
περιπολάρχης — ο, ΝΑ νεοελλ. στρ. ο επικεφαλής περιπόλου αξιωματικός ή υπαξιωματικός αρχ. επόπτης, επιτηρητής τών στρατιωτικών περιπόλων, περιπόλαρχος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < περίπολος + άρχης (< ἄρχω)] … Dictionary of Greek
περιπόλιο — το / περιπόλιον ΝΜΑ [περίπολος] σταθμός, κατάλυμα τών περιπόλων («περιπόλιον αἱροῡσιν ὃ ἦν ἐπὶ τῷ Ἄληκι ποταμῷ», Θουκ.) νεοελλ. μικρό κτήριο με τυφεκήθρες, τού οποίου η άμυνα ανατίθεται σε μικρό τμήμα πεζικού μσν. αρχ. προάστιο ή αστική… … Dictionary of Greek
Παγκόσμιοι πόλεμοι — Οι δύο πόλεμοι, ο A» Παγκόσμιος πόλεμος (1914 18) και ο B» Παγκόσμιος πόλεμος (1939 45), στους οποίους συμμετείχαν οι κυριότερες δυνάμεις του κόσμου. Α’ Παγκοσμιος πόλεμος. Ποτέ, στην υπερχιλιετή ιστορία της, η Ευρώπη δεν έφτασε σε τόσο υψηλό… … Dictionary of Greek